υδρομετεωρολογία

υδρομετεωρολογία
η, Ν
(μετεωρ.) κλάδος τής μετεωρολογίας και τής υδρολογίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών προβλημάτων που συνδέονται με τον υδρολογικό κύκλο, το ισοζύγιο τού νερού και τη συχνότητα τών βροχοπτώσεων κατά τη διάρκεια τών καταιγίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrometeorology (< υδρ[ο]-* + μετεωρολογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υδρομετεωρολογικός — ή, ό, Ν [υδρομετεωρολογία] (μετεωρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρομετεωρολογία …   Dictionary of Greek

  • υδρολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρολογία ή στον υδρολόγο 2. φρ. α) «υδρολογικές επιστήμες» γεωλ. οι επιμέρους κλάδοι τής υδρολογίας, μεταξύ τών οποίων περιλαμβάνονται η υδραυλική, η υδρομετεωρολογία, η υδρογραφία, η υδρομετρία, η… …   Dictionary of Greek

  • υδρομετεωρολόγος — ο, η, Ν (μετεωρ.) επιστήμονας ειδικευμένος στην υδρομετεωρολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μετεωρολόγος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”